- δυσαναπλήρωτος
- -η, -οαυτός που δύσκολα αναπληρώνεται ή αντικαθίσταται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσαναπλήρωτος — η, ο αυτός που δύσκολα αναπληρώνεται: Ο χαμός της άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναντικατάστατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να τόν αντικαταστήσει άλλος, που δεν έχει αντικαταστάτη, δυσαναπλήρωτος, απολύτως αναγκαίος, απαραίτητος, χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αντικαταστατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek